ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ “Η Γεκοντονία των Ελλήνων του Πόντου τ.14” – Φάνης Μαλκίδης

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ  
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου τ. 14 
Θεσσαλονίκη – Ηρόδοτος, 2002-2005

του Θεοφάνη Μαλκίδη

(άρθρο από την σελίδα www.trapezounta.com – 1η δημοσίευση 15 Νοεμβρίου 2005)




1.Εισαγωγή

Στην προσπάθεια να γίνει μία πρώτη αποτίμηση αυτού που ονομάστηκε στην ιστορική και πολιτική επιστήμη στον ελλαδικό χώρο Ποντιακό ζήτημα, θα πρέπει να σταθούμε αρχικώς σε μία γενική παραδοχή: Το θέμα, για πολιτικούς κυρίως λόγους, έμεινε στο περιθώριο, στη λήθη, αφού κάθε αναφορά σ΄ αυτό ήταν απαγορευμένη λόγω της «ελληνοτουρκικής φιλίας» που αναδυόταν λίγο πριν –λίγο μετά τους διωγμούς των Ελλήνων από την Ιωνία, την Πόλη, την Κύπρο, τα Ίμια. 

Ο μελετητής οφείλει ερευνώντας το Ποντιακό ζήτημα να λάβει υπόψη του τρεις (τουλάχιστον) συνιστώσες του: Η πρώτη αφορά την αναγνώριση της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, θέμα που αποτελεί για πολλούς (συλλόγους, φορείς, πολίτες, πολιτικούς, επιστήμονες, κ.ά) το μείζον σχετικά με το Ποντιακό ζήτημα. Η δεύτερη συνιστώσα αφορά τη σημερινή όψη των ποντιόφωνων –κρυπτοχριστιανών στην Τουρκία και ιδιαίτερα στον τόπο διαβίωσής τους στον Πόντο, και τρίτη σχετίζεται με τους Πόντιους της τέως 
ΕΣΣΔ.


2.Το ζήτημα της γενοκτονίας και η ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης

Ο συγγραφέας παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε για τη συγγραφή και κυρίως για την έκδοση του πολύτομου έργου του, κατόρθωσε μετά από δέκα χρόνια κοπιαστικής έρευνας να στοιχειοθετήσει το μεγάλο έγκλημα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Η γενοκτονία των Ποντίων (1916 – 1923), η οποία όπως αποδεικνύει μέσα από σειρά αρχείων ο συγγραφέας έχει πάνων από 353.000 θύματα, αποτελεί μία ακόμη μεγάλη γενοκτονία του 20ου αιώνα μαζί με την Αρμενική και την Εβραϊκή. Η γενοκτονία των Ποντίων έχει τις ίδιες ηθικές αναλογίες με αυτές των Εβραίων και των Αρμενίων, δυστυχώς όμως αποτελεί τη λιγότερο γνωστή και περισσότερο αγνοημένη από τους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς και την ίδια την ελληνική πολιτεία [1]. Η πολιτεία 70 χρόνια μετά τη τέλεση του εγκλήματος, το 1994, ανέλαβε να συντάξει και να φέρει προς έγκριση το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή των Ελλήνων, ενώ η ελληνική κοινωνία με πρωταγωνιστές τους ποντιακούς συλλόγους και τα ποντιακής καταγωγής ενεργά της μέλη, κινήθηκε πολλές φορές πιο μπροστά από τους θεσμούς, διευρύνοντας τη σημασία της αναγνώρισης, περιφρουρώντας ταυτόχρονα την ημέρα μνήμης από κινήσεις και ενέργειες αντίθετες προς το γράμμα και το πνεύμα του νόμου και της αλήθειας. 

Ο Ποντιακός Ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1461) γνώρισε συνεχείς διωγμούς, και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του – οι σημερινοί ποντιόφωνοι μεν μουσουλμάνοι (κρυπτοχριστιανοί) στην Τουρκία είναι μία συνιστώσα αυτής της πολιτικής- με αποκορύφωμα την καλά οργανωμένη και σχεδιασμένη, προγραμματισμένη, συστηματική και μεθοδευμένη γενοκτονία εναντίον των αρχών του 20ου αιώνα. Η απόφαση για την μαζική δολοφονία του Ποντιακού Ελληνισμού λήφθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ ( 1919 – 1923 ).

Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν μετά από εξοντωτικές πορείες, στην Ελλάδα, στη ΕΣΣΔ, το Ιράν, στη Συρία, και αλλού (Αυστραλία, ΗΠΑ) ή ως μέσο αυτοάμυνας να αναληφθεί αντιστασιακή δράση εναντίον του οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης. Έχει γίνει πλέον σήμερα αντιληπτό ότι α θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το ποντιακό αντάρτικο. Τον επίλογο της ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο βίαιος ξεριζωμός των επιζώντων μετά το 1922. Με τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία υπολείμματα της εν ροή γενοκτονίας όπως ονομάστηκε,[2] τα οποία θα ζήσουν πολλά για χρόνια στο περιθώριο εντασσόμενα σε εθνικές σκοπιμότητες, κομματικές λογικές, τοπικιστικές αντιπαραθέσεις και ελλαδικές συρράξεις. Πολλοί Πόντιοι επιζώντες της γενοκτονίας θα ζήσουν αντιφατικές στιγμές στο ελλαδικό κράτος. Σύντομα πολλοί θα αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στο εξωτερικό, ενώ σε λιγότερο από τη χρονική περίοδο μίας γενιάς αρκετοί θα ξαναγίνουν πρόσφυγες με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Εκεί στις χώρες της τ. ΕΣΣΔ θα ξαναβρούν τους συγγενείς τους και συμπολίτες τους και θα μάθουν για την τύχη των αγνοούμενων μετά τη γενοκτονία. 

Ο συγγραφέας διακρίνει τρεις χρονικές φάσεις στη διαδικασία της Γενοκτονίας. Εκείνη της περιόδου 1908-1914, όταν η άνοδος της Νεοτουρκικής Ιδεολογίας, σε συνδυασμό με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων και τη διείσδυση της Γερμανίας στη Μικρασία, δημιούργησαν τις συνθήκες για τις εκτοπίσεις. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τη βαθμιαία μεταστροφή των συναισθημάτων, από την αγαλλίαση όταν ξέσπασε η Νεοτουρκική Επανάσταση το 1908 έως την απογοήτευση, το φόβο και την αβεβαιότητα, όταν το σχέδιο εκτουρκισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με παράλληλο αφανισμό των μειονοτήτων άρχισε να εφαρμόζεται.
Η δεύτερη περίοδος της Γενοκτονίας διαδραματίσθηκε το 1915-1918, όταν οι αντιπαραθέσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου αναβάθμισαν την πολιτική της εθνοκάθαρσης. Στις γερμανικές και αυστριακές εκθέσεις που συγκέντρωσε ο συγγραφέας υπάρχουν πληροφορίες για την ένταση και την έκταση των εκτοπισμών. Μάλιστα ο Αυστριακός Πρόξενος στην Τραπεζούντα υπολόγιζε, τον Ιανουάριο του 1918, σε 80.000-100.000 τους εκτοπισμένους Έλληνες του Πόντου, ενώ ελληνικές μαρτυρίες ανεβάζουν στις 233.000 τους νεκρούς και σε 85.000 όσους εκδιώχθηκαν στη Ρωσία.

Η τρίτη περίοδος (1919-1922) της Γενοκτονίας, αρχίζει με την έλευση της Ελλάδας στη Μικρασία, ενώ η τραγική κατάληξη των επιχειρήσεων οδήγησαν σε γενίκευση των σφαγών και των εκτοπίσεων στην περιοχή του Πόντου. Είναι η περίοδος κατά την οποία στο διπλωματικό πεδίο εμφανίσθηκαν νέοι πρωταγωνιστές, όπως οι Βρετανοί, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και κυρίως οι Σοβιετικοί, η βοήθεια των οποίων προς τον Κεμάλ ευθύνεται, κατά τον συγγραφέα, τα μέγιστα για την τραγική κατάληξη της μικρασιατικής περιπέτειας. Είναι η στιγμή που το ζήτημα της ίδρυσης ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους, συνάντησε την αντίθεση του Βενιζέλου, την ώρα που ο Μουσταφά Κεμάλ και ο Τοπάλ Οσμάν ένωσαν τις δυνάμεις τους για να εξαφανίσουν τον Ελληνισμό του Πόντου.

Σε όλο το διάστημα μετά το 1923, το ζήτημα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου απουσίαζε από την επίσημη πολιτική ατζέντα και συζήτηση στην ελληνική κοινωνία. Στην μεν πολιτική ανταλλαγή απόψεων, οι Πόντιοι ήταν μία μεγάλη, συμπαγής λόγω παραδόσεων κοινωνική ομάδα όπου ο κάθε κρατικός -πολιτικός -κομματικός σχηματισμός μπορούσε να υλοποιήσει θέματα πελατειακής πολιτικής. Στην ελληνική κοινωνική δομή τις περισσότερες φορές οι Πόντιοι ταυτιζόταν με το χορό και το τραγούδι. Έτσι μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του 1980 όταν μεμονωμένοι ποντιακοί σύλλογοι και Πόντιοι της δεύτερης προσφυγικής γενιάς, ανέδειξαν το ζήτημα της γενοκτονίας, [3] αυτό παρέμεινε ως ένα άγνωστο θέμα με σαφείς προεκτάσεις στις διμερείς σχέσεις τόσο με την Τουρκία, όσο και με άλλες κράτη και υπερεθνικούς οργανισμούς. Τελικά μετά από μία προσπάθεια που κράτησε σχεδόν 10 χρόνια από τη στιγμή που τέθηκε το θέμα στα ελληνικά κόμματα, στον οργανωμένο ποντιακό χώρο και την ελληνική κοινωνία, στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Από την πλευρά της η πολιτεία με το νόμο προώθησε τα σχετικά με την προσφερόμενη τιμή προς τα θύματα της γενοκτονίας, ενώ σύντομα δέχθηκε και τα αιτήματα των Ποντιακών σωματείων για εισαγωγή της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού στα ελληνικά σχολεία. Από την άλλη πλευρά βεβαίως η ελληνική πολιτεία πολλές φορές με ενέργειές της, οι οποίες εντάσσονται σε προφανείς λογικές εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία και την ανάδειξη ενός φιλειρηνικού προσώπου στη διεθνή κοινότητα, δεν έγιναν τα δέοντα για τη διαφύλαξη της ημέρας μνήμης και την διεθνοποίηση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Σ΄ αυτές τις ενέργειες εντάσσεται και η κωλυσιεργία μη έκδοσης των ντοκουμέντων της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, τα οποία ο Κ. Φωτιάδης τα εξέδωσε ιδίοις εξόδοις και με βοήθεια απλών πολιτών, της Νομαρχίας Κοζάνης και του Δήμου Ελλησπόντου Κοζάνης [4] και μόνο λίγο πριν τις εκλογές του 2004 η Βουλή εξέδωσε έναν τόμο.

Παράλληλα η υπόθεση της διεθνοποίηση της γενοκτονίας δεν αποτέλεσε μία υπόθεση της ελληνικής πολιτικής, και μπροστά στην κρατική και κομματική ολιγωρία προωθήθηκε από μέλη μη κυβερνητικών οργανώσεων [5].

Στο έργο του Κ. Φωτιάδη περιλαμβάνεται η ιστορική διαδρομή των Ποντίων και η τεκμηρίωση της γενοκτονίας ( τόμοι 1,2,3), τα έγγραφα του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών (τόμοι 4,5), τα πρακτικά κοινοβουλίων (τόμος 6), τα αρχεία (σε μετάφραση) των Υπουργείων Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, Γερμανίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Βατικανό, Ιταλίας, Κοινωνίας των Εθνών, και του γαλλικού στρατού (τόμοι 7, 8), αρχεία της Ρωσίας και της ΕΣΣΔ (τόμος 9), δημοσιεύματα ελλαδικού και κυπριακού τύπου (τόμος 10), ελληνικά και ξενόγλωσσα άρθρα (τόμος 11), ενώ στους τόμους 12, 13, 14 παρατίθενται τα πρωτότυπα έγγραφα από τα αρχεία των υπουργείων εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, Γερμανίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Βατικανό, Ιταλίας, Κοινωνίας των Εθνών, και του γαλλικού στρατού.

Το έργο προλογίζουν οι καθηγητές Δ. Κωνσταντόπουλος, Ν. Σαρρής και Κ. Βακαλόπουλος, ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης και ο πρόεδρος του Συλλόγου «ενάντια στη γενοκτονία», τούρκος αγωνιστής Ali Ertem, ο οποίος συγκέντρωσε 11.000 περίπου υπογραφές για την αναγνώριση της γενοκτονίας, τις οποίας έστειλε στο τουρκικό κοινοβούλιο. Μία ουσιαστική και συμβολική κίνηση από τον Ali Ertem, ο οποίος όπως γράφει ο συγγραφέας «είχε την τόλμη να γράψει ένα εκτενές ανθρώπινο και αποκαλυπτικό προλογικό σημείωμα, για το ειδικότερα γι΄ αυτό δυσχερές θέμα που διαπραγματεύομαι»(σ.25).

3. Συμπερασματικά

Ο Κ. Φωτιάδης κατάφερε μετά από πολλά χρόνια και μία τιτάνια ερευνητική προσπάθεια- δεν ήταν μόνο η ανεύρεση των πηγών αλλά κυρίως ο αγώνας για να αποσιωπηθούν (….)- να δώσει στο αναγνωστικό κοινό ένα ολοκληρωμένο έργο για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Μένει τώρα, έχοντας πλέον τα γραπτά και τα τεκμήρια του εγκλήματος να υπάρξει περαιτέρω ανάδειξη και διεθνοποίηση της γενοκτονίας, η οποία υπερβαίνει τον Ποντιακό Ελληνισμό και διαπερνά όλη την ελληνική πολιτική και κοινωνία. Αποτελεί κυρίαρχο συστατικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής και του έθνους- η Αρμενία είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα[6]– που σέβεται την ιστορία και την αλήθεια, δηλαδή τη μη λήθη.

Θεοφάνης Μαλκίδης
Λέκτορας Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
e-mail:[email protected]

[1] Ο Πολωνοεβραίος καθηγητής της Νομικής του Πανεπιστημίου του Γέιλ, Ραφαήλ Λέμκιν, εισήγαγε τον όρο «γενοκτονία» το 1944. Ο όρος του Λέμκιν αποτέλεσε τη βάση της ορολογίας που χρησιμοποίησαν ο ΟΗΕ για να συνταχθεί η «Συνθήκη περί Γενοκτονίας» της 9ης Δεκεμβρίου του 1948. Τότε κωδικοποιήθηκε το συγκεκριμένο έγκλημα και ορίστηκαν ακόμα και τιμωρίες για τους εγκληματίες, αλλά αυτό δεν σταμάτησε την άσκηση βίας εναντίον ομάδων ανθρώπων με διαφορετικότητα από τους θύτες τους. Lemkin R., Axis rule in Europe. Law of Occupation. Analysis of Gioverment propsals for readers, Washington 1944.

[2] Ενεπεκίδης Π., Εφημερίδα Καθημερινή 17.8.1997 και Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο, Θεσσαλονίκη 1996.

[3] Βλ. σχετικά τις δύο εκδόσεις που θεωρούνται ότι προέβαλλαν το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ως κυρίαρχο για το σημαντικό αυτό κομμάτι του μείζονος Ελληνισμού. Φωτιάδης, Κ., -Χαραλαμπίδης, Μ., Πόντιοι: Δικαίωμα στη μνήμη, Αθήνα, Ηρόδοτος, 1987 και Χαραλαμπίδης, Μ., Το Ποντιακό ζήτημα σήμερα, Αθήνα, εκδ. Γόρδιος 2003.

[4] Βλ.τις σχετικές επιστολές όπως αυτές δημοσιεύονται στον 1ο τόμο.

[5] Charalambidis M., The Pontian Question in the United Nations, Athens 2004.

[6] βλ. Διαρκές Δικαστήριο των Λαών. Το έγκλημα της σιωπής. Η γενοκτονία των Αρμενίων. Αθήνα, Ηρόδοτος, 1988.